λινοπτώμαι

λινοπτώμαι
λινοπτῶμαι, -άομαι (Α) [λινόπτης]
παρατηρώ τα δίχτια για να δω μήπως έχει πιαστεί κάτι σ' αυτά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”